-
1 ἐξαναλίσκω
Aἐξανήλωμαι Hp.Nat.Puer.30
, but- ανάλωμαι Pl.Com.175
:—spend entirely,τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων ἐ. Plu.Pomp.20
:— [voice] Pass.,τὰ ἀλλότρι'.. ἐξανάλωται Pl.Com.
l. c.;τὰ παρ' ἐμοῦ ἐξανηλωμένα D.50.15
.2 exhaust,ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος [τὸ ὑγρόν] Thphr. Vent.15
, etc.;ἐ. δύναμιν ἔν τινι Plu.Cat.Mi.20
:—[voice] Pass., to be used up, exhausted, Arist.GA 750a34;εἴς τι Hp.Nat.Puer.
l. c.;διὰ τῆς καθάρσεως Sor.1.31
;πόνος ἐξανηλώθη Babr.95.44
.3 destroy utterly,ἐξαναλῶσαι γένος A.Ag. 678
:—[voice] Pass.,ἐξανήλωνται δ' οἵ τ' ἴδιοι πάντες οἶκοι καὶ τὰ κοινὰ τῇ πόλει D.13.27
, Aeschin.3.103.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαναλίσκω
См. также в других словарях:
εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… … Dictionary of Greek